ἀριστᾷς — ἀ̱ριστᾷς , ἀριστάω take the pres subj act 2nd sg ἀ̱ριστᾷς , ἀριστάω take the pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίστας — Ἀρίστᾱς , Ἀρίστευς masc acc pl Ἀρίστᾱς , Ἀρίστη fem acc pl Ἀρίστᾱς , Ἀρίστη fem gen sg (doric aeolic) Ἀρίστᾱς , Ἀρίστης masc acc pl (doric) Ἀρίστᾱς , Ἀρίστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek